- καταχωρισμός
- κατα-χωρισμός, ὁ, das Einstellen, Eintragen.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταχωρισμός — ὁ (Α καταχωρισμός) [καταχωρίζω] καταχώριση* αρχ. διευθέτηση, ταξιθέτηση, ταξινόμηση … Dictionary of Greek
καταχωρισμοῦ — καταχωρισμός registration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρισμούς — καταχωρισμός registration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρισμῷ — καταχωρισμός registration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)